- άγγελμα
- το (Α ἄγγελμα) [ἀγγέλλω]μήνυμα, παραγγελία, είδηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄγγελμα — message neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγγελμα — το, ατος είδηση, μήνυμα: Το θλιβερό άγγελμα δεν άργησε να φτάσει στο χωριό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄγγελμ' — ἄγγελμα , ἄγγελμα message neut nom/voc/acc sg ἄ̱γγελμαι , ἀγγέλλω bear a message perf ind mp 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελμάτων — ἄγγελμα message neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγέλμασι — ἄγγελμα message neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγέλμασιν — ἄγγελμα message neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγέλματα — ἄγγελμα message neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγέλματι — ἄγγελμα message neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγγαρεία — Η αναγκαστική και χωρίς πληρωμή εργασία ή εξυπηρέτηση προς όφελος κάποιου, παρά τη θέληση εκείνου που την κάνει. Η εκτέλεση α. προϋποθέτει την άσκηση βίας ή τουλάχιστον την απειλή ότι θα χρησιμοποιηθεί βία σε περίπτωση μη υπακοής. Κατά την… … Dictionary of Greek
διπλοκάμπαν — το 1. το να ηχούν ταυτόχρονα δύο καμπάνες εκκλησίας 2. μτφ. διπλό χαρμόσυνο ή δυσάρεστο άγγελμα 3. φρ. α) «τού ήρθε διπλοκάμπανο» τού συνέβησαν δύο ευχάριστα ή δυσάρεστα γεγονότα συγχρόνως β) «το’ χει διπλοκάμπανο» βρίσκει διπλή προστασία ή… … Dictionary of Greek